(Χαρ. Μπετχαβάς)

ΚΑΠΕΤΑΝ ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΧΡΥΣΙΩΤΗΣ

(Σπυρίδων Γ. Τσιλιγιάννης)

Στο χωριό Χρύσω Ευρυτανίας το 1910 γεννήθηκε ο Σπύρος Τσιλιγιάννης. Το τρίτο αγόρι ενός φτωχού ανθρώπου, ο οποίος είχε την ατυχία να πεθάνει νωρίς και να μείνουν ορφανά. Ο μικρός Σπύρος ήταν πολύ μικρός και δεν θυμόταν τον πατέρα του. Η μάνα του άρχισε ένα αγώνα σκληρό για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Ο Σπύρος πήγε σχολείο και ήταν αριστούχος μαθητής. Οξεία αντίληψη, ταχύτητα νου και καλό παιδί. Το 1922 ήλθε από την Αμερική ο Κώστας Χ. Μούτσελος και έβαλε ένα κουστούμι για βραβείο στον καλύτερο μαθητή. Φυσικά το κέρδισε ο Σπύρος.

Όταν τελείωσε το δημοτικό, τον πήρε ο θείος μου, που ήταν τότε οικότροφος στο ιδιωτικό Σχολείο «Δραγάτσειο» της Αθήνας (Γυμνάσιο). Ο Δ/ντής Δραγάτσης ήθελε ένα έξυπνο παιδί για δουλειές του Σχολείου και να φοιτεί και στο νυκτερινό σχολείο. Ήταν η πιο πετυχημένη επιλογή.

Έτσι ο Σπύρος βρίσκεται στην Αθήνα και δουλεύει και σπουδάζει. Ήλθε η ώρα να πάει στρατιώτης και υπηρέτησε την πατρίδα. Άνοιξε ένα καφενείο στην οδό Βουλής και εργαζόταν. Ήλθε ο πόλεμος του 1940 και κλήθηκε στρατιώτης. Είχε πλέον το βαθμό του λοχία και βρίσκεται γρήγορα στα Αλβανικά βουνά.

Πολέμησε σκληρά σ’ όλες τις μάχες και είδε να σκοτώνεται μπροστά του ο αγαπημένος του φίλος και συμμαχητής του Γιάννης Δέπος από το Κερασοχώρι, λοχίας των ευζώνων, υπάλληλος της τράπεζας στην Θεσσαλονίκη. Από τον βαρύ χειμώνα παθαίνει κρυοπαγήματα και χάνει τα δάκτυλα των ποδιών του. Προτάθηκε για ανθυπολοχαγός αλλά δεν το θέλησε.

Γύρισε μετά τον πόλεμο και συνέχισε την εργασία του. Φαίνεται ότι είχε οργανωθεί στο Κ.Κ.Ε. και πρέπει, όπως αποδείχθηκε αργότερα, να γνώριζε προσωπικά τον Άρη. Το Μάρτη μήνα του 1942 εμφανίζεται στο χωριό μια βροχερή νύχτα και ήλθε στο σπίτι μας.

Επειδή τότε είχαν αρχίσει οι ληστείες, μετά από αναγνώριση από τον αδελφό του που βρισκόταν στο σπίτι μας, αφού ήταν μόνος και είχαμε τρία όπλα, άνοιξε η πόρτα και πράγματι ήταν ο Σπύρος. Δεν ανοίξαμε αμέσως γιατί αυτός που τον ρώτησε ποιος είναι, απάντησε: «Ο Σπύρος Τσιλιγιάννης», θεωρήθηκε σαν παγίδα επειδή ήξεραν ότι ο αδελφός του βρισκόταν στο σπίτι μας.

Τον καλωσόρισαν όλοι και χάρηκαν για τον ερχομό του, γιατί κανείς δεν τον περίμενε. Ήταν βρεγμένος μέχρι το κόκκαλο. Άλλαξε, έφαγε και στην ερώτηση, πώς και ήλθε, απάντησε: «Είναι μεγάλη πείνα στην Αθήνα και ήλθα να καλλιεργήσουμε τα χωράφια μας». Είχε και δυο κιλά βελόνες για να φτιάξει καλύβα. Όπως αποδείχθηκε αργότερα ήταν μια δικαιολογία για τον ερχομό του στο χωριό. Έμεινε μέχρι αρχές Ιουνίου 1942. Έτυχε τότε να τραυματιστεί ο Παναγιώτης Αυγέρης, ελαφρά στο χέρι με ένα μικρό πιστόλι.

Ήλθε από τους πρώτους και το πιστόλι το έβαλε στην τσέπη του. Σε λίγες μέρες φεύγει από το χωριό για να γυρίσει στην Αθήνα. Φάνηκε αργότερα ότι η φυγή του δεν ήταν η πείνα, αφού οικογένεια δεν είχε, ήταν έξυπνος άνθρωπος και είχε καφενείο.

Έτσι φεύγοντας από το χωριό δεν πήγε στην Αθήνα, αλλά στην πρώτη κρυφή ομάδα του Άρη. Γιατί, όταν εμφανίστηκε ο Άρης, ένας από τους άνδρες του ήταν ο Σπύρος. Φαίνεται ότι τα είχαν κανονίσει από την Αθήνα.

Παίρνει το ψευδώνυμο «Λευτέρης Χρυσιώτης» και πολλοί αντάρτες τον αποκαλούσαν και «κοκκινογένη», γιατί τα γένια του ήταν κόκκινα σκούρα καίτοι ήταν ξανθός. Αρχίζει λοιπόν την δράση από την αρχή της αντίστασης. Είχε άραγε δίκιο που ο Άρης τον εμπιστεύτηκε; Αυτό αποδείχθηκε αργότερα από την όλη δράση του, όπως θα δούμε παρακάτω.

Διακρίνοντας τις ικανότητές του τον θεωρεί έμπιστο, από τα πρωτοπαλίκαρα και ικανό στις διαπραγματεύσεις και στη μάχη που ήταν ατρόμητος. Μένει στη Φθιώτιδα, παίρνει μέρος και στην οργάνωση και σε μάχες. Όταν παρουσιάστηκε διχογνωμία στην περιοχή Καροπλέσι – Κλειτσό για οργανωτικά το Λευτέρη έστειλε ο Άρης. Παίρνει μέρος σε όλες τις μάχες της Ρούμελης και τον στέλνει ο Άρης στις πιο δύσκολες περιπτώσεις. Δεν ήταν ένας απλός αντάρτης, αλλά βαθμοφόρος «καπετάνιος». Κανείς και ποτέ δεν τον κατηγόρησε για οτιδήποτε στην ιστορία του. Για την τιμιότητά του θα αναφέρω το εξής που γνωρίζω προσωπικά.

Όταν βρέθηκε στο αρχηγείο στο Κερασοχώρι, πήρε ένα άλογο δανεικό και ήλθε να δει τη μάνα του. Στη σέλα υπήρχε ένα καναβίδι τυλιγμένο όμορφα. Ο αδελφός του το ζήτησε να του το δώσει για να δένει το μηλό (παράσιτο του έλατου) γιατί ήταν λεπτό, μικρό και κατάλληλο. Του το αρνήθηκε λέγοντας: «Αυτό ανήκει στον ιδιοκτήτη του αλόγου και δεν το κάνω». Δεν το έδωσε αυτό το ασήμαντο πράγμα. Δείχνει την τιμιότητα και το χαρακτήρα του.

Όλα τα βιβλία που γράφτηκαν για τον Άρη, όλα τον αναφέρουν σε πολλές αποστολές και μάχες. (Παπαγκόγκου, φοβερά ντοκουμέντα, Άρης ο αρχηγός των ατάκτων, Καραθάνου που γράφει για την πορεία του Άρη προς Αλβανία και την αυτοκτονία του κ.λπ.). Μπορεί ο καθένας να τα διαβάσει και να μάθει ποιος ήταν. Πάντα ήταν κοντά στον Άρη και τελευταία στην Ταξιαρχία Ρούμελης.

Και φτάνουμε στην τελευταία περίοδο, μετά το κίνημα των Αθηνών. Θέλω να δώσω στοιχεία που δεν έχουν γραφεί όλα, για να συμπληρωθεί η προσωπικότητά του και η δράση του, για να δείτε παρακάτω τον άδικο χαμό του από ’κείνους που υπηρέτησε πιστά σαν ιδεολόγος και μαχητής.

Μετά το λόγο του Άρη στη Λαμία και την αναχώρησή του στη Σπερχειάδα, διαφωνώντας με τη γραμμή του κόμματος, άρχισαν να τον πλαισιώνουν μόνο τα παλιά πιστά στελέχη της αντίστασης. Ο Πελοπίδας, ο Θάνος, ο Τζαβέλλας και ανάμεσά τους πρώτος ο Λευτέρης.

Δεν έμεινε στα ψηλά μπαλκόνια της Λαμίας, αλλά πιστός στον αρχηγό του, που λάτρευε κι εκείνος τον εκτιμούσε πολύ για την πίστη του, την ευθύτητά του και την αντίληψή του, σε όλα. Μετά την εντολή να φύγει για την Αλβανία τον ακολουθεί. Στο βιβλίο του Καραθάνου, που ήταν μαζί, βλέπει κανείς την όλη δράση του στην πορεία.

Ήταν ένας από τους εμπίστους του αρχηγού και πάντα τον έστελνε στις πιο επικίνδυνες αποστολές. Κατά την πορεία προς Νεράιδα (Σπινάσα) βρήκε δυο χωριανούς και ο Άρης έστειλε σημείωμα να τον ακολουθήσουν ο Γρίβας κι ο Αβραάμ, να συναντηθούν στην Μπελοκομίτη. Δεν πήγαν. Δεν με ενδιαφέρει η γραμμένη ιστορία του, αλλά αυτά που δεν έχουν γραφεί. Περνούν Τρίκαλα, Μέτσοβο, φτάνουν στην Κρύα Βρύση χωρίς να βρουν ποτέ το περίφημο χαρτί για την Αλβανία που θα έμεινε ένοπλος και παραπόδα ο Άρης (βλέπε Καραθάνος). Όταν και η Αλβανία δεν τον δεχόταν σαν πολιτικό φυγάδα, αποφάσισε να γυρίσει στη Ρούμελη.

Άρχισε η κάθοδος με πολλές περιπέτειες και μάχες μέχρι το Μυριόφυλλο. Διατάσσει το Λευτέρη ο Άρης, να πάρει άνδρες και να προχωρήσει, να περάσει τον Αχελώο και να βγει στο απέναντι βουνό, στον αυχένα να τον περιμένει.

Έτσι ο Λευτέρης πέρασε χωρίς να πέσει στην ενέδρα. Μετά την αυτοκτονία του Άρη και αφού έσμιξε με τους άλλους, Πελοπίδα κ.λπ. συνέχισαν την πορεία προς Νότο. Εδώ κάνω μια παρένθεση: «Η εφημερίδα “Απογευματινή” έγραφε το 1954 τα ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης που τα διάβαζα.

Ταξίδευα νύχτα με το θεσσαλικό τρένο και μπήκα στο Δεμερχή για Τρίκαλα. Είδα, στο άδειο σχεδόν τρένο (11μ.μ. η ώρα), ένα μικρόσωμο γεροντάκι να φοράει κοντόκαπα.

Νομίζοντας ότι είναι Αγραφιώτης τσοπάνης κάπου στον κάμπο (χειμαδιά) έκατσα δίπλα του και τον ρώτησα από που είναι, παίρνοντας την απάντηση από τα Τρίκαλα, από το Μυριόφυλλο. Έτσι άρπαξα την ευκαιρία να τον ρωτήσω. Και επειδή τον είδα κάπως φοβισμένο, για να τον θαρρέψω του είπα: «Σε ρωτώ γιατί θέλω να μάθω αφού είμαι χωριανός του Λευτέρη». Τον είδα να χαμογελά, να παίρνει θάρρος και να μου λέει τα γεγονότα. Να η διήγησή του: «Εγώ μένω έξω από το χωριό και όταν πέρασε ο Λευτέρης με πήρε για οδηγό.

Όταν φθάσαμε στον Αχελώο ήταν ακόμη μέρα, του είπα ότι θα γυρίσω γιατί φοβάμαι το ποτάμι. Μου είπε δεν μπορείς να γυρίσεις ώσπου να ’ρθούν και οι άλλοι. Θα σε περάσουμε εμείς. Και πραγματικά πέρασα χωρίς να βραχώ, με πέρασαν στους ώμους τους. Βγήκαμε στο διάσελο, αλλά στο σούρωπο ακούσαμε να γίνεται πίσω μάχη. Απορούσε σαν ντόπιος πως κατέβηκαν τη δύσβατη πλαγιά νύχτα και το ποτάμι χωρίς να πάθει κανείς τίποτε.

Την άλλημέρα, τη νύχτα που έσμιξαν όλοι μαζί – πλην του Άρη, που αυτοκτόνησε, πήραν το δρόμο της καθόδου και με άφησαν να επιστρέψω». Έκρυψαν την τσάντα με το αρχείο το προσωπικό του Άρη, ο Πελοπίδας που το είχε, ο Λευτέρης και ο Καπλάνης (Γκούβας από το Καρπενήσι). Αρχίζει μια καινούρια περιπέτεια, ο Καραθάνος, ξεκόβει με δυο Ρουμελιώτες και άλλους Τρικαλινούς. Ο Λευτέρης δεν ξέρω πως κατέβηκε μέχρι το χωριό. Πολλά κυκλοφορούσαν, ο αδελφός του, που μπορεί να ήξερε δεν έλεγε, αλλά αναμασούσε αυτά που λεγόταν.

Τον ρώτησα πολλές φορές να μου πει, τι του διηγήθηκε ο Λευτέρης και δεν μου έλεγε. Κάποτε σαν «προφήτης» του είπα:

«Θέλω Ηλία να τα ξέρω, γιατί τον εκτέλεσαν οι ίδιοι και κάποτε μπορούν να τον βγάλουν και προδότη για να τον υπερασπιστώ». Και να τώρα ήλθε η ώρα μετά από αυτά που έγραψε για τον θάνατό του ο Τάσος Λευτεριάς στο βιβλίο του και θα τα παραθέσω ατόφια παρακάτω.

Εκείνο που είναι εξακριβωμένο είναι ότι ήλθε από το ποταμό Γαβρενίτη. Να πώς έμαθα την αλήθεια. Ένας εξάδελφός του ο Πέτρος Τσιλιγιάννης κατοικούσε έξω από το χωριό κοντά στο Γαβρενίτη. Σ’ αυτόν πρωτοφάνηκε και θα γράψω αυτά που είπε. Αλλά όπως είπα παραπάνω, ο αδελφός του απέφευγε να μιλήσει και άφηνε να κυκλοφορούν όχι σωστά, αλλά «αρβύλα». Ο Πέτρος είχε φύγει μετά τους σεισμούς και ερχόταν να μείνει καλοκαίρι στον ξάδελφό του.

Μία χρονιά μάλωσαν και την επομένη έμεινε σε άλλο συγγενή του. Εγώ προσπάθησα να τους συμβιβάσω και ξέσπασε: «Θυμάσαι πέρυσι που τον ρωτούσες για το Σπύρο και τον επέπληξα. Σου έλεγε ψέματα και όχι την αλήθεια. Πράγματι έτσι έγινε, αλλά εγώ νόμισα ότι τον εμπόδιζε να πει την αλήθεια». Και άρχισε να μου λέει τα εξής:

«Είδα έναν άνθρωπο να ανεβαίνει το ποτάμι.Σφύριξε και φωνάζοντας, Πέτρο κατέβα κάτω. Επειδή φάνηκε γνωστός χωρίς να τον γνωρίσω από μακριά, κατέβηκα και βλέπω το Σπύρο. Χαιρετηθήκαμε και τον ρώτησα που πηγαίνει.

― Εκείνος μου απάντησε στο χωριό, εγώ δεν έβλαψα κανένα. Επειδή εκείνες τις μέρες είχε αυτοκτονήσει ο Άρης και όλα ήταν ανάστατα, κυκλοφορώντας διάφορα νέα, που έφεραν και τον Λευτέρη σκοτωμένο, όλα ήταν δύσκολα. Του πρότεινα να τον κρύψω γιατί του είπα θα σε συλλάβουν αμέσως, ας αφήσουμε κάποιον χρόνο να δούμε.

Έτσι χωρίς να γνωρίζει κανένας άλλος τον έκρυψα και του πήγαινα κρυφά φαγητό. Την Κυριακή μου είπε να πάω στο χωριό να μάθω κανένα νέο, μήπως βρω και καμιά εφημερίδα. Μου είπε να μην πω σε κανέναν τίποτε. Βρήκα και τον αδελφό του, προσπάθησα να μάθω και γύρισα. Συνέχισα και την άλλη Κυριακή με ξανάστειλε. Αυτή τη φορά μου είπε να το αποκαλύψω μόνο σ’ αυτόν. Έτσι ξαναπήγα προσπαθώντας να μάθω νέα και ρώτηξα τον αδελφό του και μου είπε: «δεν ξέρω τίποτε άλλο, μια εφημερίδα έγραψε ότι σκοτώθηκε». Τότε του είπα ότι ο Σπύρος είναι εδώ στο τάδε μέρος και μπορείς να πας να τον δεις, δεν θα πεις σε κανένα ούτε στη μάνα του. Αυτή είναι η αλήθεια για τον ερχομό του».

Τον ρώτησα που έμεινε το χειμώνα και που κρύβονταν μέχρι τον Αύγουστο του 1946. Υπήρχαν διάφορες ιστορίες αλλά δεν είναι αληθινές. Συνέχισε και μου είπε: «Λένε ότι κρύβονταν στο Λάκκο την ημέρα και το βράδυ σε δικιά μας καλύβα. Αυτό ήταν επικίνδυνο γιατί η πρώτη υποψία που θα υπήρχε θα είμαστε εμείς. Το χειμώνα κρυβόταν στον Καΐπη. (Ο Καΐπης έμενε στην εξοχή πολύ μακριά από το χωριό μόνος του, ήταν κουφός, με τη γυναίκα του και το γιο του).

Ήταν πράγματι μία πετυχημένη εκλογή αφού δέχτηκε και ήταν εχέμυθος. Την ημέρα έμενε στην καλύβα με τα γίδια, στον τσάρκο με τα κατσίκια (ήταν χειμώνας). Την άνοιξη άρχισε να κινείται έξω και το έμαθαν και οι πρώτοι έμπιστοι. Ο υπεύθυνος του κόμματος και στο συνοικισμό Γούρδεσι ο Καρακώστας, ο Χαράλαμπος, ο Χρήστος. Τον Μάιο ήλθε πάνω από το χωριό και το έμαθαν κι άλλοι έμπιστοι, ο Κουτσουγιώργος κ.λπ.

Μέχρι τον Αύγουστο κρυβόταν στην στρούγγα του αδελφού του. (Άρχισε να κυκλοφορεί ότι ο Λευτέρης πρέπει να είναι στην περιοχή). Είχε πάρει και δύο φορές επαφή με το γραφείο του Καρπενησίου. Στις 16 Αυγούστου 1946, το μεσημέρι, κατέβηκε στο χωριό με τον Γαρύφαλλο, αφήνοντας παρατηρητήριο δύο, τον Ζούκωφ και έναν Καβαδία. Η ομάδα αποτελούνταν από τέσσερις άνδρες.

Κάλεσε το χωριό, μίλησε, είπε ότι είναι χωριανός, γνωρίζει ότι έχουν όπλα, δεν τα παίρνω να τα δώσετε στην Αστυνομία αλλιώς όταν θα ξανάρθω θα τα πάρω, κηρύσσω την έναρξη του δεύτερου αντάρτικου, είπε στον αντιπρόεδρο να πάρει την αστυνομία και να το ανακοινώσει. Πέρασε από το σπίτι να δει τη γιαγιά, ένιωθε υποχρέωση γιατί τον βοήθησαν μικρό (πατέρα αποκαλούσε το θείο μου που τον πήγε στην Αθήνα καίτοι δεν είχαν μεγάλη διαφορά ηλικίας). Τον ακολούθησαν δύο παιδιά παλαιοί ελασίτες, ο Γιάννης Κατσαπρόκης (Ιωάννης Β. Καρανίκας) και ο Κώστας  Νέστορας . Ξαναεπέστρεψε στις 9 Σεπτεμβρίου 1946 βράδυ, τον είχαν ακολουθήσει ο Χρήστος και άλλοι δύο, ήταν όλοι οκτώ.

Μίλησε στο χωριό, πήρε όπλα και πήρε μαζί του τον αντιπρόεδρο και έφυγε για τον Άγιο Δημήτριο, βρήκε και τον Πρόεδρο που δούλευε στο Λάμπρο Χειλά, πέρασε τα Γάβρενα, συνάντησε το Γραμματέα Σταύρο, μίλησε, του έδωσε και τα υπόλοιπα όπλα και ανέβηκε στου Προσηλιάκου. Στη θέση Καραγκούνα συναντήθηκε με το μπάρμπα-Σπύρο, που ερχόταν απ’ τα Καμάρια και του έδωσε τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρο να τους οδηγήσει στο χωριό.

Ο χρόνος περνούσε, η ομάδα μεγάλωνε, έγινε και ο Κορόζης υπαρχηγός (δεν γράφω λεπτομέρειες) και έκανε την πρώτη κρούση στο τμήμα Κερασοχωρίου μια μέρα που έλειπε ο αστυνόμος στην Κρέντη, χτυπώντας τον όταν ερχόταν, από το Καραούλι. Πήρε μαζί του ένα χωροφύλακα και το Σταύρο Δέπο, ανέβηκε στα Λακώματα τους άφησε αλλά να κατεβούν να κοιμηθούν στη Χρύσω.

Το τμήμα μεγάλωνε, όλη η Ευρυτανία πλην Καρπενησίου έμεινε στην εξουσία του. Έτσι δημιούργησε το τάγμα Ευρυτανίας, το οποίο και διοικούσε. Το 1947 άρχισαν οι πρώτες δυνατές μάχες, στην Καθάρα, στο Καυκί, στη Μολόχα και αλλού, στον Άϊ-Βλάση είχε και πολλές απώλειες. Τότε ήλθε και ο Μάρκος στην Ευρυτανία με το τάγμα του Σοφιανού. Έγιναν μάχες στις ράχες Τυμφρηστού και αλλού.

Μετά την παράδοση του αρχείου του Άρη και επειδή τον θεωρούσε ο Γούσιας, γενικός της Στερεάς, «αρειανό», τον συκοφάντησε και τον απήλλαξε από τη Διοίκηση του Τάγματος, ρίχνοντας δικές του αποτυχίες στους άλλους. Τον έκανε απλό, αλλά εκείνος πιστός στην ιδεολογία του και στους αγώνες δεν διαμαρτυρήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν να εκτελέσει τέτοιους αγωνιστές σαν τον Λευτέρη, τον Καπλάνη και άλλους πολλούς.

Το θάνατο του παλικαριού τον περιγράφει ο Τάσος Λευτεριάς στο βιβλίο του και θα το παραθέσουμε ατόφιο όπως το γράφει:

Στην επιμελητεία Η δολοφονία του Λευτέρη Χρυσιώτη

«Αρχίζοντας λοιπόν εγώ την οργάνωση της επιμελητείας στηΣτερεά καταπιάστηκα αμέσως με το περιμάζεμα δεκάδων εγκατελειμένων φορτηγών ζώων, που είχαν μείνει χωρίς σαμάρι και περιφερόταν ελεύθερα στα χωράφια της περιοχής. Ζήτησα να μου αποσπάσουν για βοηθό μου τον Λευτέρη Χρυσιώτη, που είχε καθαιρεθεί από το Γούσια μαζί με το Γιώργη Κουτρούκη από τις διοικήσεις των ταγμάτων τους, γιατί δεν κάλυψαν, όπως ισχυρίστηκε ο αρχηγός, τον Γούσια στην πορεία του στη θέση Γιδοβούνι της Δωρίδος.

Ένα βράδυ λοιπόν, τον Δεκέμβρη 1947, είχαμε ξαπλώσει για ύπνο σε ένα δωμάτιο, που ήταν μια βάση επιμελητείας στο χωριό Δάφνη και την ώρα του ύπνου μπήκε στο δωμάτιο ο Κώστας Χοντρός, που δούλευε στην επιμελητεία επικεφαλής και ξύπνησε το Λευτέρη και τον πήρε έξω. Εγώ ξαφνιάστηκα και περίμενα να γυρίσει, χωρίς, όμως να συμβεί αυτό. Είχε επιβεβαιωθεί η υποψία μου.

Το πρωί που ρώτησα το Χοντρό τι έγινε ο Λευτέρης μου είπε ότι τον πήραν δύο αντάρτες που είχαν έρθει γι’ αυτό το σκοπό από την έδρα του Γενικού Στρατηγείου. Είδα το Γούσια και έμαθα ότι τον σκότωσε γιατί ήταν πράκτορας ενός βουλευτή της Ευρυτανίας..

Κατάλαβα πως οι εκκαθαρίσεις συνεχίζονταν και έπρεπε να ’χω το νου μου για κάθε ενδεχόμενο. Δεν μου έφυγε από το μυαλό η χειρονομία που είχε κάνει ο Γούσιας όταν χτυπούσε το χέρι δείχνοντάς μου το πιστόλι στη μέση του.

Ίσως να ρωτήσει κάποιος ποιος ήταν ο Λευτέρης Χρυσιώτης, για τον οποίο γίνεται λόγος.Ήταν ένας από τους πρώτους αντάρτες της Ευρυτανίας στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης. Τσιλιγιάννης το πραγματικό του επίθετο, από το χωριό Χρύσω της Ευρυτανίας, γι’ αυτό είχε το ψευδώνυμο Χρυσιώτης.

Μικρό παιδί στα 20 χρόνια του πήρε το ντουφέκι κατά του κατακτητή και πολέμησε όλα τα χρόνια στον Ε.Λ.Α.Σ. για μια καλύτερη ζωή, σ’ αυτόν και τους ομοίους του. Μετά το τέλος και την απελευθέρωση με τον τρόπο που έγινε, μαζί με άλλους ακολούθησε τον Άρη στο καινούργιο κίνημα, όπως το ’χε ονομάσει. Από τους πρώτους και στο Δημοκρατικό Στρατό στα τμήματα του αρχηγείου Ρούμελης στην αρχή του αγώνα. Σ’ αυτό το στάδιο, όπως αναλυτικά αναφέρει ο Γιώργης Κουτρούκης στο βιβλίο του, δεν τον άφησαν να συνεχίσει τον αγώνα,που είχε διακόψει όχι από δική του ευθύνη.

Γλύτωσε από όλες τις μάχες κατά του κατακτητή και τώρα ύπουλα τον δολοφόνησε εκείνος, που πίστευε πως τον καθοδηγούσε για την ολοκλήρωση των ονείρων του. Τον δολοφόνησε και δικαιολόγησε την πράξη του λασπώνοντας και τη μνήμη του.

Ήταν ένας απλός αγωνιστής που άξιζε καλύτερη τύχη, όμως ο Γούσιας του στέρησε τη δυνατότητα ακόμα και να παλαίψει από τη θέση του Ταγματάρχη που κατείχε στο Δ.Σ., σαν απλός επιμελητής χωρίς καμιά διαμαρτυρία γιατι οι φιλοδοξίες του δεν ήσαν για διοικητική θέση, μα για νίκη του αγώνα που είχε πιστέψει. Πρέπει να αποκατασταθεί η μνήμη του και ν δοθεί το όνομά του άσπιλο και τίμιο όπως το ’χε ο ίδιος με τον αγώνα του τιμήσει.

Η τύψη στη συνείδηση βάραινε, ή καλύτερα υπολογίζοντας ότι κάποτε θα ανακαλυπτόταν το έγκλημά του, φρόντισε να το καλύψει με ντοκουμέντα που τον δικαιολογούσαν. Γι’ αυτό στο βιβλίο του αναφέρει ότι ήταν απόφαση της 2ης Συνδιάσκεψης κι ακόμα επικαλείται δημοσίευμα του Βλαντά στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός, φύλλο 2 του 1948.

Ο Βλαντάς βγήκε στο βουνό το Γενάρη του 1948 και συναντήθηκε με το Γούσια, ο οποίος του είχε διηγηθεί την περίπτωση του Χρυσιώτη και τον είχε πείσει για το γεγονός του παραπτώματός του.

Δεν χρειαζόταν προσπάθεια γι’ αυτό, γιατί ο Βλαντάς στην ψυχολογία και στις προθέσεις του Γούσια για τέτοιου τύπου εγκλήματα, τον συναγωνιζόταν επάξια. Εγώ τον είχα συναντήσει τον Βλαντά στο Μακρυκάμπι Φθιώτιδας όταν βγήκε 20 Δεκέμβρη στο βουνό και πριν καλά-καλά φθάσει πρόφτασε και έδωσε στοιχεία για δυο αξιωματικούς, που είχαν βγει στο βουνό, τον Γ. Μποτσίνη και τον Κουμάδη, ότι ήταν πράκτορες και τους έθεσαν υπό κράτηση με το δικαιολογητικό ότι ο Μποτσίνης στην Αθήνα κρυβόταν στο σπίτι ενός παπά. Αυτό ήταν το έγκλημά του και σε συνέχεια αυτό βάραινε και το συνοδό του. Με πολλές δυσκολίες τον απάλλαξαν από τις κατηγορίες όταν πια ο Βλαντάς είχε φύγει για το Γενικό Αρχηγείο του Δ.Σ.Ε. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση της λαϊκής παροιμίας «ρωτήστε και τον αδελφό μου τον ψεύτη» (Τάσος Λευτεριάς).

Συνιστώ να διαβάσετε και το βιβλίο του Γ. Κουτρούκη «Εν ψυχρώ» (εκδόσεις Καπόπουλος).

Από όλα τα παραπάνω βγαίνει ότι ένας γνήσιος ιδεολόγος, αγωνιστής για τις ιδέες του, για την πατρίδα και την Αντίσταση, έδωσε όλες του τις δυνάμεις για να υποστεί την ατίμωση και το θάνατο από αυτούς, που αντί να τον ανταμείψουν, του αφήρεσαν τη ζωή και ακόμη περισσότερο ατίμωσαν την μνήμη του. Αν ήταν δυνατόν αυτός ο άνθρωπος, αυτός ο αγωνιστής, να ήταν προδότης. Θα πρέπει νομίζουμε εφ’ όσον υπάρχουν ζωντανοί συναγωνιστές του να τον αποκαταστήσουν, ή όποιοι άλλοι σήμερα αρμόδιοι. Θα είναι ένα μνημόσυνο στη μνήμη του, συμπληρώνει από το θάνατό του 63 ολόκληρα χρόνια.

Ας το ελπίσουμε…

 (από την εφημερίδα: «Χρυσιώτικα Νέα»)