(του Αντώνη Καρανίκα)
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΜΥΛΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΟΥ ΜΑΣ ΜΥΛΟΥ
Ο άνθρωπος, διαπιστώνοντας τη δύναμη του νερού, προσπάθησε και κατάφερε να εκμεταλλευτεί την ενέργειά του με ποικίλους τρόπους. Μία από τις μηχανές που κατασκεύασε ήταν και παραμένει ο νερόμυλος.
Δεν ξέρουμε ακριβώς από πότε το κατάφερε καθότι υπάρχουν ιστορικές πηγές που μαρτυρούν τη χρήση του από τα χρόνια του πολιτισμού των Σουμερίων (3η χιλιετία π.Χ. κι έπειτα) και σίγουρα στην εποχή της αρχαίας Ελλάδας. Ο γεωγράφος Στράβων κάνει λόγο για την «υδραλέτη» στην περιοχή του Πόντου το 64 π.Χ. που την αντέγραψαν οι Ρωμαίοι. Γνωστός επίσης ήταν ο μύλος στο χώρο της αρχαίας αγοράς της Αθήνας που λειτούργησε από το 450-580μ.Χ στα ρωμαϊκά χρόνια. Εξέλιξη του νερόμυλου είναι σήμερα τα υδροηλεκτρικά εργοστάσια.
Στην Ελλάδα πάντως λειτούργησαν δύο τύποι νερόμυλων:
- Ο Ελληνικός με τη μικρή εσωτερική φτερωτή, στα πτερύγια της οποίας έπεφτε σχετικά μικρή ποσότητα νερού με πίεση. Το νερό συγκεντρώνονταν πρώτα σε μια δεξαμενή, απ’ το κάτω μέρος της οποίας εκτοξεύονταν με πίεση από ένα ρυθμιζόμενο άνοιγμα κι έπεφτε πάνω στη φτερωτή.
- Ο άλλος τύπος ήταν ο Ρωμαϊκός, που είχε μια μεγάλων διαστάσεων εξωτερική φτερωτή και εκμεταλλεύονταν τη ροή του νερού. Σ’ αυτή την περίπτωση χρειαζόταν μεγάλες ποσότητες νερού και συνήθως το κατεύθυναν στο επιθυμητό μέρος με κατασκευή μεγάλων καναλιών και δεξαμενών, κάτι ιδιαιτέρως δύσκολο. Πάρα πολλούς τέτοιους μύλους συναντά κανείς σε όλη την Ευρώπη, από την εποχή του μεσαίωνα κυρίως.
Να πούμε εδώ ότι στις περιοχές που δεν υπήρχε αρκετό τρεχούμενο νερό, κυρίως στα νησιά, πριν ανακαλυφθούν οι ανεμόμυλοι, αλλά κι έπειτα, χρησιμοποιούσαν τους χερόμυλους και μύλους που τους κινούσαν ζώα (γάιδαροι, βόδια κ.ά.).
Οι νερόμυλοι προσφέρθηκαν για διάφορες χρήσεις απ’ όπου έπαιρναν και την ονομασία τους (αλευρόμυλοι, ρυζόμυλοι, ζαχαρόμυλοι, μπαρουτόμυλοι, ταμπακόμυλοι, λιοτρίβια…) και γενικά η ενέργεια του νερού χρησιμοποιούνταν εκτός από το άλεσμα και για τριβή και σύνθλιψη, για κρούση(χτύπημα), για πριόνισμα κ.ά. Έτσι σχεδόν κοντά σε κάθε νερόμυλο συναντάμε τα μαντάνια για το ‘φτιάξιμο’ της βελέντζας και της φλοκάτης, τις νεροτροβιές (νεροτριβές) για το ‘φτιάξιμο’ του τσολιού και το πλύσιμο χονδρών ρούχων-σκεπασμάτων, τα νεροπρίονα για κοπή ξυλείας σε σανίδες ή καυσόξυλα, τους (πέτρινους) τροχούς για το τρόχισμα(ακόνισμα) των μαχαιριών κ.ά.
Ένα ζεύγος μυλόπετρες, φτιαγμένες από τοπικά πετρώματα συνήθως – κάποιες μυλόπετρες από ηφαιστειογενή εδάφη όπως αυτά της Μήλου, της Κιμώλου κτλ. ήταν οι καλύτερες, αλλά και οι στουρναρόπετρες ήταν καλές – τοποθετημένες η μία πάνω στη άλλη σε ρυθμιζόμενη απόσταση και η περιστροφή της άνωθεν πέτρας με τη μετάδοση της κίνησης από τη φτερωτή, λόγω της πτώσης του νερού, ήταν η βασική αρχή λειτουργίας του νερόμυλου γενικά. Ανάμεσα στις μυλόπετρες έπεφταν από τη σκαφίδα(κοφίνι) με κάποιο μηχανισμό οι καρποί προς άλεση και οι οποίοι συνθλίβονταν και γίνονταν αλεύρι (βλέπε σχεδιάγραμμα).
Στο χωριό μας υπήρχαν αρκετοί νερόμυλοι όπως μαρτυρούν τα απομεινάρια τους πλέον. Κάποιοι απ΄αυτούς ήταν : ο μύλος ο ‘‘Καραϊνέικος’’ λίγο παρακάτω από
αυτόν στις Βρύσες στη θέση Ζόπρα , ο μύλος στη θέση Μαντάνια, οι μύλοι του Καρακώστα (Πολυχρόνη) και του Λαμπράκη στο ρέμα Γαϊτάνης ή Γουρδεσιώτης στο
συνοικισμό Γούρδεση και ο μύλος στον Γαβρενίτη, κοντά στη σιδερένια γέφυρα προς Δάφνη, γνωστός ως «παλιόμυλος».
Ξέρουμε ότι ήταν διώροφο κτίσμα που χρησίμευε και ως κατοικία του μυλωνά, αλλά κάηκε από τους Ιταλούς μαζί με όλο το χωριό το 1942. Ξανακατασκευάστηκε αργότερα ως ισόγειο πέτρινο κτίσμα, όπως και διατηρείται μέχρι σήμερα. Συνοδεύεται από νεροτροβιά και τροχό που όμως δε λειτουργούν πια.
Το νερό έρχεται με το ‘μυλάυλακο’ από το Χρυσιώτη ποταμό που είναι δίπλα, αλλά και από τις Βρύσες, κυρίως απ’ τη ‘Γκούρα’ κάτω απ’ αυτές. Είναι πλατύ και καλοδιατηρημένο μέχρι σήμερα. Πριν φτάσει στην κάλανη υπάρχει η ‘κόφτρα’ που κόβει το νερό όταν δε χρειάζεται να αλέσει ο μύλος ή σε περίπτωση επισκευής του και το «χύνει» προς το ποτάμι. Η ‘κάλανη’ του μύλου μας είναι μια πέτρινη δεξαμενή σε σχήμα αντεστραμμένου κώνου, μέσα στην οποία συγκεντρώνεται το νερό και κατόπιν διοχετεύεται στη σιδερένια φτερωτή με το ‘σφούνι’ (σιφούνι < σιφώνιο), η οποία περιστρέφεται και με τη σειρά της περιστρέφει τη μυλόπετρα που αλέθει. Το «υπόγειο» του μύλου στο οποίο βρίσκεται η φτερωτή και άλλα εξαρτήματα, λέγεται ‘ζουριό’.
Αν οι μυλόπετρες δεν αλέθουν σωστά, τότε θέλουν ‘σφύρισμα ή χάλκεμα’ με το ειδικό σφυρί που λέγεται και ‘μυλοκόπι’ και είναι κοφτερό και από τις δύο μεριές, ώστε να δημιουργηθούν ελαφριές χαρακιές πάνω στις μυλόπετρες για να «κόβουν». Πρέπει, βέβαια, να σηκωθεί και να βγει από τη θέση της η πάνω μυλόπετρα, πράγμα όχι πολύ εύκολο. Χρειαζόταν τέχνη και δύναμη. Την ακουμπούσαν πάνω σε ξύλινο ‘τρίποδο’ και τη μετέφεραν αν ήθελαν μακρύτερα με ένα στρογγυλό ξύλο, τον ‘παπά’.
Οι μυλόπετρες στο μύλο μας είναι από κόκκινο στουρνάρι με μικρές ξύλινες σφήνες από πλατάνι ανάμεσα στα τμήματά τους για να στερεώνονται καλύτερα και περιδένονται με σιδερένια στεφάνια.
Άλλα εργαλεία του μυλωνά εκτός από το μυλοκόπι ήταν διάφοροι ξύλινοι μοχλοί για το βγάλσιμο και τη ρύθμιση της μυλόπετρας και τη ρύθμιση της φτερωτής, το σκεπάρνι, η βαριά (σιδερένια και ξύλινη) το τσαπί και το φτυάρι για το μυλαύλακο, η σέσουλα για τη συγκέντρωση του αλευριού και το βάλσιμό του στο σακί, καθώς και η πλάστιγγα και το καντάρι για το ζύγισμα.
Παλιότερα είχαν ως μονάδα μέτρησης του βάρους το ένα (1)κιλό που ήταν ίσο με είκοσι (20) οκάδες και η μία(1) οκά ήταν ίση με 1282 γραμμάρια του σημερινού κιλού. Ο μυλωνάς έπαιρνε ως πληρωμή τη μία(1) από τις είκοσι οκάδες (το ζάγι) ή ανάλογο τίμημα.
Μυλωνάδες που πέρασαν κατά καιρούς από το μύλο του χωριού μας ήταν οι: Στέλιος Χειλάς(Σπύρος), Τάκης Τάκης, Γιώργος Τάκης, Νίκος Μπάρκας από τον Άγιο Δημήτριο και Δημήτριος Μούτσελος, Χρήστος και Ηλίας Μαρούλης, Γεώργιος και Νικόλαος Χαλιανδρός, Απόστολος Γιαννιώτης, Δημήτριος Πολυχρόνης και Ιωάννης Μαρούλης από τη Χρύσω.
Σήμερα ο μύλος είναι διατηρημένος σε καλή κατάσταση και είναι λειτουργήσιμος, μόνο που δεν έχουμε μυλωνά και ντόπιες σοδειές.
Αποτελεί σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά που πρέπει με κάθε τρόπο να διαφυλάξουμε, γιατί κλείνει μέσα του ένα μεγάλο κομμάτι της παράδοσης που σε συνδυασμό με τα υπόλοιπα μνημεία μας, συνθέτουν την ιστορία του τόπου μας.
Πρόσφατα έγινε μελέτη αναπαλαίωσής του και αναμένεται η χρηματοδότηση για να γίνουν οι σχετικές εργασίες.
Ο ΝΕΡΟΜΥΛΟΣ ΤΗΣ ΧΡΥΣΩΣ
(του Γρηγόρη Τριανταφύλλου)
Την Παρασκευή 6 Μαρτίου 2009, σε εκδήλωση που διοργάνωσε το «Ινστιτούτο των Ελληνικών μύλων», ο δημοσιογράφος κ. Ηλίας Προβόπουλος έκανε εισήγηση με θέμα «Ευρυτανία. Το τραγούδι των μύλων έσβησε». Ο εισηγητής που είναι γνώστης της Ευρυτανίας, αφού την έχει περπατήσει σχεδόν όλη, παρουσίασε τους μύλους της Ευρυτανίας, που δυστυχώς οι περισσότεροι είναι πλέον εγκαταλειμμένοι, και εστίασε την εισήγησή του στον μύλο της ανατολικής Φραγκίστας, ο οποίος έχει ανακαινιστεί και λειτουργεί μαζί με την παρακείμενη νεροτριβή. Κατά την διάρκεια της εισήγησής του προέβαλε και πλήθος φωτογραφιών. Το υλικό που έχει συγκεντρώσει ο κ. Προβόπουλος πιστεύουμε και ελπίζουμε να το δούμε τυπωμένο σε βιβλίο.
Μετά τον κ. Προβόπουλο εισήγηση έκανε ο κ. Γεώργιος Γιαννίτσαρης, λέκτορας αρχιτεκτονικής του Ε.Μ.Π., με θέμα «Ο νερόμυλος στη Χρύσω Ευρυτανίας». Ο κ. Γιαννίσταρης έχει αναλάβει να εκπονήσει μελέτη για την αποκατάσταση του μύλου του χωριού μας.
Στην εισήγησή του ο κ. Γιαννίτσαρης μεταξύ άλλων τόνισε «Σε παρόχθια τοποθεσία του Χρυσιώτη ποταμού έχει κατασκευαστεί ο μύλος της Χρύσως, σε απόσταση 4,5 μέτρων από την κοίτη του ποταμού, σε περιοχή με πολλές πηγές. Πρόκειται για περιοχή ιδιαίτερου φυσικού κάλους, με ήπιες ανθρώπινες παρεμβάσεις.
Η περιοχή των κρηνών έχει διαμορφωθεί σε δύο πλατώματα, που συνδέονται με την πλατεία του χωριού με ένα πλακοστρωμένο πεζόδρομο σχεδόν παράλληλο του ποταμού.
Το κτήριο έχει κατασκευαστεί σε χώρο πλάτους 25 μέτρων που ορίζεται μεταξύ του πεζόδρομου και του ποταμού, σε απόσταση περίπου 4,5 μέτρων από την κοίτη του ποταμού. Πρόκειται για έδαφος με έντονη κλίση δεδομένου ότι η υψομετρική διαφορά μεταξύ της κοίτης και του δρόμου είναι κατά μέσο όρο 20 μέτρα.
Όλος ο χώρος καλύπτεται με πυκνή βλάστηση στην οποία κυριαρχούν μεγάλοι πλάτανοι οι οποίοι σκιάζουν το χώρο. Για την πρόσβαση στον μύλο έχει διαμορφωθεί ένα μονοπάτι πλάτους 1,5 μέτρου. Πρόσφατα διαμορφώθηκε σε βαθμίδες υποστηριζόμενες με ξύλινα ρίχτια.
Ο μύλος τροφοδοτείται με νερό από τις πηγές μέσω ειδικού υδράυλακα, που στην περιοχή ονομάζεται μυλάυλακο και ο οποίος καταλήγει στον κάθετο κλειστό αγωγό και από εκεί στον χώρο του μηχανισμού αλέσεως. Ο μύλος αποτελείται από το κτήριο και από τον εφαπτόμενο σ’ αυτόν κλειστό αγωγό προσαγωγής του νερού.
Στο νομό Ευρυτανίας ο αγωγός είναι συνήθως ξύλινος και αποκαλείται βαγένι ή κάλανος. Στη Χρύσω όμως είναι λίθινος και έχει κυκλική διατομή συνεχώς μειούμενη από πάνω προς τα κάτω και που στην είσοδο του νερού από τον αύλακα μέχρι το ψηλότερο μέρος έχει διάμετρο 1,25 μέτρα. Το συνολικό ύψος της υδατόπτωσης είναι 7,45 μέτρα.
Το κτήριο περιλαμβάνει χώρους σε δύο επίπεδα. Στο χαμηλότερο που είναι κατά τμήμα υπόγειο και κατά τμήμα ισόγειο βρίσκεται ο χώρος που χαρακτηριστικά αποκαλείται ζωριό, μέσα από το οποίο διέρχεται το νερό περιστρέφοντας τον τροχό με τα πτερύγια, που χαρακτηριστικά αποκαλείται φτερωτή. Ο χώρος αυτός στο μύλο της Χρύσως είναι επιμήκης και θολωτός ιδιαίτερης κατασκευής με μέσο μήκος 5,30 μέτρα, μέσο πλάτος 1,80 μέτρα και μέσο ύψος 90 εκατοστά. Στο ισόγειο επίπεδο βρίσκεται ο χώρος παραγωγής, όπου εκεί υπάρχουν οι μυλόπετρες για την παραγωγή των αλεύρων.
Πρόκειται για τετράπλευρο ισόγειο με μέσο πλάτος και μέσο μήκος 4,25 μέτρα και συνολική επιφάνεια με τους τοίχους 30 τετραγωνικά μέτρα. Ο χώρος καλύπτεται με μονόριχτη ξύλινη στέγη επικαλυπτόμενη από φύλλα γαλβανισμένης λαμαρίνας. Το μέσο ύψος του μύλου είναι 3 μέτρα και κλιμακώνεται. Φωτίζεται από δύο παράθυρα και μια θύρα που είναι κατασκευασμένα από σύγχρονη σιδεροκατασκευή.
Το σύστημα του μηχανισμού αλέσεως αναπτύσσεται και στα δύο επίπεδα του μύλου. Στο κατώτερο επίπεδο, στο ζωριό, τοποθετείται η φτερωτή η οποία έχει κατασκευαστεί από μεταλλικό χειροποίητο τροχό διαμέτρου 1,5 μέτρων και περιστρέφεται γύρω από έναν κατακόρυφο άξονα ξύλινης κατασκευής το λεγόμενο αδράχτι …..».
Στη συνέχεια της εισήγησής του ο κ. Γιαννίτσαρης ανέπτυξε το σύστημα αλέσεως του μύλου, παρουσίασε την πρότασή του για την αποκατάσταση του μύλου και έκλεισε με το λεξιλόγιο των νερόμυλων και την επίδειξη κάποιων οργάνων από τον μύλο του χωριού μας.
Η μελέτη του κ Γιαννίτσαρη έχει ήδη κατατεθεί για έλεγχο στην ΤΥΔΚ.